δαχτυλιδάς

δαχτυλιδάς
ο
αυτός που έχει ως τέχνη τη δημιουργία δαχτυλιδιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαχτυλιδάς — ο 1. αυτός που κατασκευάζει δαχτυλίδια 2. ο παράμεσος …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιοποιός — ο χρυσοχόος ειδικός στην κατασκευή δαχτυλιδιών, ο δαχτυλιδάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + ποιος < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιδάς — ο βλ. δαχτυλιδάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”